- τεταραγμένᾳ
- τεταραγμέναι , ταράσσωstirperf part mp fem nom/voc plτεταραγμένᾱͅ , ταράσσωstirperf part mp fem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεταραγμένα — ταράσσω stir perf part mp neut nom/voc/acc pl τεταραγμένᾱ , ταράσσω stir perf part mp fem nom/voc/acc dual τεταραγμένᾱ , ταράσσω stir perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεταραγμένας — τεταραγμένᾱς , ταράσσω stir perf part mp fem acc pl τεταραγμένᾱς , ταράσσω stir perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσφηκώ — όω, Α συνδέω σφιχτά, συσφίγγω, συνενώνω («πάντα συνεσφήκωσεν ὁμοῡ τεταραγμένα πρόσθεν», Τίμων Φλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σφηκῶ «δένω, συσφίγγω» (< σφήξ, ηκός)] … Dictionary of Greek
τεταραγμέναι — ταράσσω stir perf part mp fem nom/voc pl τεταραγμένᾱͅ , ταράσσω stir perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)